- μίσκαιος
- μίσκαιος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κήπος».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μίσχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… … Dictionary of Greek